- νταμ(π)λάς
- οπληθ. -άδες (λ. τουρκ.), αποπληξία: Μου ήρθε νταμπλάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.